ποδιστά

ποδιστά
Ν
επίρρ. ναυτ. με αλλαγή πορείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδίζω, μέσω ενός ρηματ. επιθ. *ποδιστός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γυρίζω — (Μ γυρίζω) 1. [γύρος] 1. περιέρχομαι, περιοδεύω 2. στρέφω κάποιον ή κάτι 3. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι 4. κάνω κάποιον να επιστρέψει 5. αλλάζω κατεύθυνση 6. αλλάζω διαθέσεις 7. επιστρέφω, επανέρχομαι νεοελλ. 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. εκτρέπω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”